- διαειπέμεν
- διαειπέμεν, [full] διαϝειπάμενος,A v. διεῖπον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαειπέμεν — διεῖπον tell fully aor inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)